-
1 σκοτος
ὅ, атт. тж. σκότος - εος τό1) темнота, тьма, мрак Hom., Pind.ἐν σκότει Xen. — во тьме, ночью;
βλέπειν σκότον Soph. — видеть тьму, т.е. быть слепым;σκότον δεδορκώς Eur. — слепой;σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων Arst. — потемнение в глазах2) смертная тень, смерть(τὸν δὲ σ. ὄσσε κάλυψεν Hom.)
σκότῳ θανεῖν Eur. — быть похищенным смертью3) подземный мир, царство тьмы Trag.4) глубь, недра5) перен. тьма, тайнаδόλον σκότῳ κρύψας Soph. — скрыв (свою) хитрость;
ἐν σκότῳ и κατὰ σκότον Soph., ὑπὸ σκότῳ Aesch. и ὑπὸ σκότου Xen. — в темноте, втайне6) неизвестность7) непонятность, неясность(ἀπορία καὴ σ. Plat.)
8) духовная темнота, неведение(κωφότης καὴ σ. Dem.)
См. также в других словарях:
Ντανς Σκότους, Τζον — (John Duns Scotus, Μάξτον, περ. 1265 – Κολονία 1308). Σκοτσέζος φιλόσοφος και θεολόγος. Μπήκε νεότατος στο τάγμα των Φραγκισκανών, σπούδασε αρχικά στην Οξφόρδη, δηλαδή σε ένα περιβάλλον όπου ήταν ζωντανή η επιστημονική παράδοση του Βάκωνα, του… … Dictionary of Greek
Κάβειροι — Συλλογική ονομασία ομάδας αρχαιοελληνικών θεοτήτων. Η προέλευσή τους και η ετυμολογία της ονομασίας τους είναι αβέβαιη. Μάλλον πρόκειται για θεότητες ανατολικής προέλευσης των οποίων η ονομασία προέρχεται ίσως από το σημιτικό Kabirim (= ισχυροί,… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek